προσηλύτιση

προσηλύτιση
[-ις (-εως)] η , -μός ο
1) обращение в свою веру; 2) склонение на свою сторону; вербовка (в организацию)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσηλύτιση" в других словарях:

  • προσηλύτιση — η, Ν ο προσηλυτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλύτισις, μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό] …   Dictionary of Greek

  • προσηλύτιση — η βλ. προσηλυτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηλυτίσιμος — η, ο, Ν [προσηλύτιση] αυτός που μπορεί να προσηλυτιστεί …   Dictionary of Greek

  • προσηλυτισμός — προσηλυτισμός, ο και προσηλύτιση, η προσπάθεια να αποκτήσω οπαδούς, ομόφρονες: Το Σύνταγμα της Ελλάδας απαγορεύει το θρησκευτικό προσηλυτισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»